- Ἀμφιτρύωνος
- Ἀμφιτρύωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OGYGES — Thebanorum, secundum alios, Ogygiae et Actes, quae postea Boeotia et Attica dicta, Rex, qui Thebas Boeotias condidit circiter mille et quingentis annis ante romam conditam. Idem et Eleusinem exstruxisse fertur. Sub hoc Rege fuit diluvium magnum,… … Hofmann J. Lexicon universale
σύλλεκτρος — ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ σύνευνος, σύζυγος αρχ. φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος» α) προσωνυμία τού Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι τής Αλκμήνης και τού Διός β) προσωνυμία τού Ιξίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεκτρος (<… … Dictionary of Greek
χαλκεοκάρδιος — ον, Α αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek